- αθαλώνω
- αθάλωσα, αθαλώθηκα, αθαλωμένος, μουντζουρώνω, μαυρίζω: Το σπίτι ήταν παλιό κι η σκεπή από τη φωτογωνιά είχε αθαλώσει.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αθαλώνω — [αθάλη] μαυρίζω κάποιον ή κάτι με αιθάλη, καπνιά, μουντζουρώνω, μαυρίζω … Dictionary of Greek
αθάλη — η 1. αιθάλη, καπνιά 2. τέφρα, στάχτη 3. σωρός από αναμμένα κάρβουνα στην αρχή τής αποτεφρώσεώς τους, ανθρακιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. αἰθάλη με προληπτική αφομοίωση. ΠΑΡ. αθαλώνω] … Dictionary of Greek